- οφεομάχος
- ὀφεομάχος, -ον (Α)βλ. οφιομάχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφιομάχος — ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α) 1. αυτός που μάχεται με φίδια 2. είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος + μάχος / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος] … Dictionary of Greek